Φθινόπωρο

icon

109

pages

icon

Greek, Modern (1453-)

icon

Documents

2010

Écrit par

Publié par

Le téléchargement nécessite un accès à la bibliothèque YouScribe Tout savoir sur nos offres

icon

109

pages

icon

Greek, Modern (1453-)

icon

Ebook

2010

Le téléchargement nécessite un accès à la bibliothèque YouScribe Tout savoir sur nos offres

Publié par

Publié le

08 décembre 2010

Nombre de lectures

26

Langue

Greek, Modern (1453-)

The Project Gutenberg EBook of Autumn, by Konstantinos Chatzopoulos This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org Title: Autumn Author: Konstantinos Chatzopoulos Release Date: December 23, 2006 [EBook #20175] Language: Greek Character set encoding: ISO-8859-1 *** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK AUTUMN *** Produced by Christos Alexandridis Title: Autumn Author: Konstantinos Chatzopoulos Publisher: Papiros Press Language: Modern Greek E-mail: chrialex@myrealbox.com Title: Autumn Author: Konstantinos Chatzopoulos Publisher: Papiros Press Language: Modern Greek Produced by Christos Alexandridis E-mail: chrialex@myrealbox.com Τίτλος: Φθινόπωρο Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος Εκδόσεις: Πάπυρος Πρεςς Ηλεκτρονική μεταγραφή: Χρίστος Αλεξανδρίδης E-mail: chrialex@myrealbox.com ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Ι Η γιαγιά ήταν ορθή στη σκάλα όταν χτύπησε το κουδούνι της αυλόπορτας. - Είναι η κυρία Κατίγκω, είπε μέσα η υπηρέτρια. Η κυρία Αγλαΐα, που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, έκαμε κίνημα και ψιθύρισε: - Έλα, τελείωνε γρήγορα. Η υπηρέτρια γύρισε και την κοίταξε: ξαπλωμένη πάντα έβλεπε προς το παράθυρο. - Ήρθε η Ευανθία; ακούστηκε από κάτω η φωνή της κυρίας Κατίγκως. - Έλα απάνω, είπε η γιαγιά. - Έλα απάνω, φώναξε κι ο παπαγάλος που λιαζόταν στο μπαλκόνι. Η κυρία Κατίγκω προχώρησε ένα βήμα και ξαναρώτησε: - Ήρθε αλήθεια; Στο παράθυρο παρουσιάστηκε η λευκή όψη του παππού σαν προσωπίδα κρεμασμένη πίσω από το τζάμι με τα μάτια ασάλευτα. Η κυρία Κατίγκω που είχε κάμει άλλο ένα βήμα προς τη σκάλα, σταμάτησε και γύρισε γοργά το πρόσωπο. - Έλα απάνω, ξαναμίλησε η γιαγιά. Η κυρία Κατίγκω ξαναπροχώρησε∙ η όψη του παππού παρουσιάστηκε στο άλλο παράθυρο. Η κυρία Κατίγκω έπιασε το κλαδί μιας ροδοδάφνης που ήταν εμπρός στη σκάλα∙ όπως το έπιασε το μάδησε. Μέσα η κυρία Αγλαΐα άκουσε τις παντούφλες της γιαγιάς που σύρθηκαν. - Ποιος είναι μέσα; ρώτησε η κυρία Κατίγκω. Η γιαγιά είχε κατεβεί τη μισή σκάλα. - Ποιος είναι μέσα; είπε σιγότερα η κυρία Κατίγκω και κοκκίνισε. Είχε ανεβεί κι αυτή δυο σκαλοπάτια. - Τι στέκεσαι; είπε η γιαγιά. Η κυρία Κατίγκω ξανακοκκίνισε. Τα μάτια του παππού σα να τρυπούσαν πίσω της το τζάμι. Πήδησε τα σκαλιά, έδωσε το χέρι της γιαγιάς και ανέβηκαν μαζί τη σκάλα. Η υπηρέτρια έτρεξε στην πόρτα. - Μέσα η κυρία ησύχασε, είπε φωναχτά. Η κυρία Κατίγκω γύρισε στη γιαγιά. Η γιαγιά δεν της άφησε το χέρι. - Έλα, έλα, είπε και την έσυρε κοντά της μέσα. *** Πέρασαν στην τραπεζαρία. Η Ευανθία έτρεξε στην πόρτα, και η κυρία Κατίγκω την άρπαξε στην αγκαλιά: - Να σε χαρώ! - Δες την πως έγινε, είπε η γιαγιά. Η κυρία Κατίγκω έκλαιε. Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο. - Η μητέρα σου, είπε σιγά κι άφησε το κέντημά της στο κάθισμα. Έπειτα σηκώθηκε και ήρθε κ’ έδωσε το χέρι στην κυρία Κατίγκω: - Μαμά, καλημέρα. Η κυρία Κατίγκω τη φίλησε. Ο Στέφανος δεν κινήθηκε από το παράθυρο, όπου ήταν καθισμένος. - Πώς έγινε! ξαναείπε η γιαγιά. Ο Στέφανος της ένεψε: - Έλα γιαγιά. Κ’ έδειξε ένα κάθισμα κοντά του. Η κυρία Κατίγκω ξαναγκάλιασε την Ευανθία. - Χρυσή μου! Η Ευανθία έσκυψε στο στήθος της. - Με θυμόσουνα ποτέ;… Έτσι σας έσφιγγα --- Και η κυρία Κατίγκω χάδευε τα μαλλιά της Ευανθίας κ’ εξακολούθησε να κλαίει: - Τις δυο. Και δείχνοντας το Στέφανο: - Και κείνος κοίταζε. - Μητέρα, έλα τώρα, ένεψε με το χέρι ο Στέφανος· μα η γιαγιά ήρθε κοντά του. - Άσ’ την , του ψιθύρισε. Η Ευανθία σήκωσε το κεφάλι, και η ματιά της απαντήθηκε με τη ματιά του Στέφανου. Η Μαρίκα ήρθε και κάθισε κοντά του και ξαναέπιασε το κέντημα. Ένα φύσημα φούσκωσε την κουρτίνα στο παράθυρο. Η Μαρίκα έβηξε ελαφρά. - Να κλείσω; ρώτησε ο Στέφανος. - Όχι, ένεψε η Μαρίκα. Η γιαγιά έκαμε να έρθει κοντά της. - Μα γιαγιά! τη σταμάτησε η Μαρίκα, και η γιαγιά τέντωσε το αφτί· πάλι με τις παντούφλες! δε μου το έταξες; - Καλά, καλά, ψιθύρισε η γιαγιά. Η Ευανθία ξανακοίταξε, κι ο Στέφανος γύρισε προς το παράθυρο. - Έλα γιαγιά, είπε έπειτα· μα η γιαγιά πήγε στην Ευανθία. Έξω, εμπρός στο παράθυρο μια λεύκα σιγοκινούσε τα φύλλα της κοκκινισμένα. Τα πεύκα πλάι ίσκιωναν την αυλή βαριά. Η βρύση τριγυρισμένη από κισσό, έσταζε αργά στην πέτρινη λεκάνη, όπου βουτούσανε δυο πάπιες. Ο Στέφανος έσκυψε κ’ έριξε κάτω μια ματιά. Έπειτα κοίταξε πάλι τον ουρανό, όπου ο ήλιος πολεμούσε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα σε σύννεφα σταχτιά, που ξέκοβαν και σκόρπιζαν κουρελιασμένα από την κορυφή του αντικρινού ορθόβραχου βουνού. Καθώς ο Στέφανος ακούμπησε το χέρι στο τζαμόφυλλο και τι κίνησε, ο ήλιος χτύπησε στο τζάμι· η αντιφεγγιά έπεσε στην όψη της Μαρίκας κ’ έπαιξε και απλώθηκε στο πάτωμα. Η Μαρίκα έκλεισε τα μάτια. - Στέφανε! φώναξε η κυρία Κατίγκω. - Γείρε το, ψιθύρισε η Μαρίκα. Καθώς έστρεψε πάλι ο Στέφανος, το τζάμι ξανακινήθηκε και ο Στέφανος μόλις πρόφτασε να δη που έσβηνε η αντηλιά στα πόδια της Ευανθίας. - Τι; ρώτησε. - Το τζάμι. Ο Στέφανος έκαμε να το κλείσει. - Ξεχασμένος είσαι, είπε η Μαρίκα· τι έβλεπες; Ο Στέφανος δεν της απάντησε· την κοίταξε σα να μην είχε ακούσει. Η Ευανθία και η κυρία Κατίγκω απέναντι μιλούσαν τώρα και γελούσαν. Η Μαρίκα κεντούσε σιωπηλή. - Στέφανε! γύρισε έξαφνα η κυρία Κατίγκω. Ο Στέφανος την κοίταξε. -Πως θα χαρεί ο πατέρας σου! - Ναι, κι ο παππούς πως χάρηκε! είπε η γιαγιά. Η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε ελαφρά. Η Μαρίκα την κοίταξε. - Ναι, χάρηκε, είπε ξανά η γιαγιά. Η Μαρίκα έσκυψε πάλι στο κέντημα, και η κυρία Κατίγκω ξαναέπιασε το χέρι της Ευανθίας: - Δεν την ξαναφήνομε να φύγει, ε νονά; - Ναι, έκαμε να πει η γιαγιά, μα η Μαρίκα έβηξε και η κυρία Κατίγκω γύρισε κείθε: - Στέφανε, κλείσε! φώναξε. - Μα δε φυσά, μαμά, είπε η Μαρίκα. - Σήκω απ’ αυτού, της φώναξε η γιαγιά. - Έλα κάθισε δω, είπε η κυρία Κατίγκω. Η Ευανθία τραβήχτηκε να κάμει θέση στον καναπέ, η Μαρίκα όμως κάθισε στο σκαμνάκι που ήταν εμπρός στα πόδια της κυρίας Κατίγκως. Κάθισε κ’ έσκυψε πάλι στο κέντημα. Και σώπασαν. - Τι κεντάς; τη ρώτησε έπειτα η κυρία Κατίγκω. - Μια μάρκα. Η κυρία Κατίγκω έσκυψε να δη. - Ωραία είναι, είπε· αλλά όπως σήκωσε πάλι τα μάτια, φώναξε έξαφνα: - Μα Στέφανε! Ο Στέφανος γύρισε· η γιαγιά που είχε σηκωθεί σταμάτησε στην πόρτα. - Καπνίζεις---; Κλείσε! ξαναφώναξε η κυρία Κατίγκω. Ο Στέφανος την κοίταξε άλλη μια στιγμή· έπειτα πέταξε το τσιγάρο κ’ έκλεισε το τζάμι. Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια από το κέντημα. - Φυσά λιγάκι, ο καιρός κρύωσε, είπε η Ευανθία. - Θα είχατε αέρα στο βαπόρι, είπε η κυρία Κατίγκω. Μα η Ευανθία, που είχε στρέψει προς το παράθυρο, είδε πως ο Στέφανος είχε τα μάτια απάνω της· και μια στιγμή δεν απάντησε. - Τι, θεία Κατίγκω; είπε ύστερα. Η Μαρίκα την κοίταξε: - Ρώτησε αν είχατε αέρα στο βαπόρι. - Όχι πολύ, είπε η Ευανθία και σώπασε. Η γιαγιά που είχε βγει ήρθε πάλι. - Μαρίκα, μίλησε. Η Μαρίκα κοίταξε. - Σε θέλει μέσα, της ψιθύρισε η γιαγιά. - Η γιαγιά δεν ησυχάζει, είπε η Ευανθία. - Τι; τέντωσε τ’ αφτί η γιαγιά. - Σήμερα μαγείρεψες μονάχη, είπε δυνατότερα η Ευανθία. - Ναι, μαγείρεψα, είπε η γιαγιά κ’ έμεινε κοιτάζοντας την πόρτα που η Μαρίκα έφυγε – - Ήσουν μέσα; ρώτησε η κυρία Αγλαΐα ξαπλωμένη πάντα στον καναπέ. Η Μαρίκα στάθηκε ορθή μπροστά της. - Ναι, απάντησε. Η κυρία Αγλαΐα την κοίταξε. Είδε σουφρωμένα τα φρύδια της και πρόσεξε πως στα μάγουλά της πάλευαν να σβήσουν τα ελαφρά κοκκινωπά τους στίγματα. Την κοίταξε μια στιγμή κ’ έπειτα: - Ποιος άλλος είναι; ρώτησε. - Ο Στέφανος, απάντησε η Μαρίκα. - Άλλος, ρωτώ. Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια. - Το ξέρεις, είπε. - Ναι, όμως πρόσεξε μη μου τη φέρουν μέσα. Η Μαρίκα την ξανακοίταξε. Έπειτα αφού κοίταξε κάτω άλλη μια στιγμή, έκαμε ένα βήμα προς τον καναπέ, σαν αρπαγμένη από έξαφνο αίσθημα. - Γιατί όλα αυτά, μαμά; γιατί; δοκίμασε να πει, ένα όμως νεύμα της κυρίας Αγλαΐας τη σταμάτησε. Έμεινε ορθή και κοίταζε. Και η κυρία Αγλαΐα χωρίς να κινηθεί: - Πήγαινε και πρόσεξε μη μου τη φέρουν∙ αυτό σε ήθελα, ψιθύρισε και γύρισε τα μάτια αλλού. *** Η Μαρίκα ήρθε πάλι στην τραπεζαρία. Η κυρία Κατίγκω και η γιαγιά σκυφτές, μιλούσαν ψιθυριστά χείλη με χείλη. Ο Στέφανος είχε ξαπλωθεί στην πολυθρόνα και κάπνιζε, η Ευανθία στεκόταν κοντά στο ξανανοιγμένο παράθυρο. Μια αντηλιά έπαιζε τριγύρω στα μαλλιά της. Η Μαρίκα σταμάτησε στην πόρτα. Χωρίς να θέλει γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της κονσόλας. Τα κόκκινα στίγματα είχαν απλωθεί από τα μήλα σ’ όλο το μάγουλο∙ στα άχρωμα χείλη της είδε λευκότερα σημάδια, σα να τα δάγκασε. Ο Στέφανος φύσηξε τον καπνό προς το παράθυρο έξω. Η Ευανθία τον κοίταξε. Πίσω της σάλευε τα φύλλα η λεύκα, στον ουρανό άπλωναν τα σύννεφα σα μαδημένα. Ο στέφανος ξανακάπνισε, η Ευανθία τον πλησίασε και είπε: - Και συ κοίταζες. Ο Στέφανος δε μίλησε. Ξαναφύσηξε τον καπνό, κι ο καπνός σκόρπισε ωχρογάλανος γύρω στο πρόσωπο της Ευανθίας∙ έπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κ’ έσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός. Η Μαρίκα έκαμε να ξανακαθίσει στο σκαμνάκι. - Ναι, ναι, νονά, είπε η κυρία Κατίγκω, σα να έκλεινε την ομιλία. Η γιαγιά είδε τη Μαρίκα. - Τι ήθελε; τη ρώτησε. - Τίποτε, είπε η Μαρίκα. Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε χωρίς να θέλει. - Μα, γιαγιά, πήγαινε ντύσου∙ θα έρθει έξαφνα κανένας, είπε σιγά η Μαρίκα. - Μαρίκα! φώναξε την ίδια ώρα η Ευανθία από το παράθυρο. Η Μαρίκα πήγε. - Για δες∙ δεν έχει αλλάξει κάτι εδώ; - Το σπίτι εκεί∙ χτίστηκε τώρα, είπε η Μαρίκα. - Α, ναι, φαινόταν ο γιαλός. - Και η εκκλησίτσα. - Με τα δυο πευκάκια. - Και τα κυπαρίσσια, είπε η Μαρίκα. Η Ευανθία σώπασε. Και η Μαρίκα, ενώ ο Στέφανος την κοίταζε: - Θα πάμε να την ανοίξομε. Ε, δε θα την ανοίξομε, γιαγιά; - Τι; ρώτησε η γιαγιά. - Την εκκλησίτσα. Μα η Μάρθα στάθηκε μπρος στο παράθυρο, και η κυρία Κατίγκω φώναξε: - Μα, Στέφανε! Η γιαγιά άπλωσε τα χέρια. Ο Στέφανος σηκώθηκε, η Μαρίκα όμως τον κράτησε. Και η Ευανθία, τραβώντας τη κοντά της: - Μαρίκα, φώναξε, θυμάσαι τη γριά με τις κατσίκες; Η Μαρίκα δε μίλησε. Ο Στέφανος έκλεισε πίσω το παράθυρο. - Και το βράχο στο ακρογιάλι; - Που ανέβαινες και φώναζες, είπε η Μαρίκα. - Και βούιζε η θάλασσα. - Η σπηλιά βούιζε. - Ναι, η σπηλιά. - Και τη φοβόσουν. - Τη γριά φοβόμουνα με τις κατσίκ
Voir icon more
Alternate Text